MILTIADIS
NTOVAS
Loneliness
His gaze motionless, he concerned,
concerned about the flame of passion.
Being alone locked in a room,
a room like a tomb, shut off and decorated
as well.
Dry leaves for decoration, dry leaves hanging
in the milky-white glass corners.
Around him loneliness, and yet so many people,
masses of humans, like a flood.
He, deserted, alone, in front of the ruined
humanity. Why? He doesn’t know.
He doesn’t want to know. He's on edge, maybe he's
scared.
Maybe he is afraid to experience the ultimate
life.
Maybe he is afraid of its astringent taste. That’s
it.
Supreme Trinity: Knowledge, Bitterness, Misery.
But he wouldn’t barge, he was waiting, he was just
waiting.
Waiting for spring, waiting for air.
He sacrifices, offers to the gods and waits.
He is still waiting for the resurrection of the
dead angels
who were lost on Earth in the third century.
ΜΟΝΑΧΙΚΟΤΗΤΑ
Το
βλέμμα του ακίνητο,
εκείνος σκεπτικός,
σκεπτικός
μέσα στη φλόγα
του πάθους.
Όντας
μονάχος σ’ ένα
δωμάτιο κλειστό,
ένα
δωμάτιο ίδιος τάφος,
κλειστό και στολισμένο
αντάμα.
Το
στόλισμα φύλλα ξερά,
φύλλα ξερά κρεμασμένα
στις
γυάλινες ασπρουδερές γωνίες.
Τριγύρω
του ερημιά, κι
όμως οι άνθρωποι
είναι
τόσοι, ανθρωποθάλασσες σωστή
πλημμύρα.
Είναι
έρημος, είναι μόνος,
μπροστά στη ρημαγμένη
ανθρωποθάλασσα,
γιατί άραγε; Δεν
ξέρει.
Δεν
θέλει να ξέρει.
Είναι ανήσυχος, ίσως
φοβάται.
Ίσως
φοβάται να γνωρίσει
την απόλυτη ζωή.
Ίσως
φοβάται τη στυφή
της γεύση. Αυτό
είναι.
Ύψιστη
τριάδα, Γνώση, Πίκρα,
Δυστυχία.
Εκείνος
όμως δεν πτοείται,
περιμένει, απλά περιμένει.
Περιμένει
την άνοιξη, περιμένει
το έαρ.
Θυσιάζει,
κάνει σπονδές στους
θεούς και περιμένει.
Περιμένει
την ανάσταση των
νεκρών αγγέλων που
χάθηκαν
στη Γη τον
τρίτο αιώνα.
Ruins Of Dreams
We walked up the hill, standing upright,
- in the middle of catastrophes – we looked with a
searching
glance towards the dark hallway, we demanded
screamed at the edge of the cliff.
No, it wasn‘t enough, it was to little, much too
little
for what we had aspired to.
Now we are mourning on the ruins, mourning the
dream
which was buried at the bus stop, not for long,
our fight is the flaming triumph which still goes
on,
now and for ever.
Till the bells will ring for resurrection.
ΕΡΕΙΠΙΑ ΟΝΕΙΡΩΝ
Ανεβήκαμε
τον ανήφορο, σταθήκαμε
όρθιοι,
-εν
μέσω καταστροφών- ρίξαμε
μια διερευνητική
ματιά
στο σκοτεινό διάδρομο,
διεκδικήσαμε
φωνάζοντας
στην άκρη του
γκρεμού.
Όχι
δεν ήταν αρκετό,
ήταν λίγο, πολύ
λίγο
γι’
αυτά που ονειρευτήκαμε.
Τώρα
θρηνούμε στα ερείπια,
θρηνούμε τ’ όνειρο
που
κηδεύτηκε στη στάση,
όχι όμως για
πολύ,
ο αγώνας μας
φωτιά θριάμβου συνεχίζεται
ακόμα,
τώρα
και για πάντα.
Μέχρι
να σημάνει η
καμπάνα ανάσταση.
Start
We started first. We, the young ones.
Suddenly nature bloomed, the place changed,
against the cold air, which was blowing,
carnations and thorns were making our wreaths.
Wreaths out of bay-leafs and thorns, wreaths
scattered in the neighboring field.
This is how we started.
ΞΕΚΙΝΗΜΑ
Ξεκινήσαμε
πρώτα εμείς. Εμείς
οι νέοι.
Ξάφνου
η φύση άνθισε,
το τοπίο άλλαξε,
κόντρα
στον κρύο αγέρα
που φυσούσε,
γαρύφαλλα
κι αγκάθια φτιάχναν
τα στεφάνια
μας.
Στεφάνια
δάφνινα κι αγκαθωτά,
στεφάνια
απλωμένα
στη γειτονική αλάνα.
Έτσι
ξεκινήσαμε.
TRANSLATION: XANTHI HONDROU-HILL
MILTIADIS NTOVAS
MILTIADIS
NTOVAS or Doves was born in
Ioannina of the Greece in 1972. He studied Philosophy and Pedagogy and is a PhD
of Philosophy at the University of Ioannina.
He works as a Professor. He
co-writes essays, fairy tales and four thousand five hundred poems, nine
thousand haiku and tristiches and two epics.
He published nine poetry collections and one scientific study.
No comments :
Post a Comment